του Bernando Kastrup
Ένα άρθρο που εξηγεί ευρηματικά την σύγχρονη θετικιστική απόρριψη της οντολογικής εγκυρότητας της συνείδησης ως νευρωτική στρατηγική του Εγώ...
Η κοσμοθέαση είναι μια αφήγηση που μας βοηθάει να σχετίσουμε τους εαυτούς μας με την ευρύτερη πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα είδος πολιτισμικού λειτουργικού συστήματος που μας δίνει προσωρινές απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα, όπως «Τι είμαστε;», «Ποια είναι η φύση της πραγματικότητας;», «Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής;» και τα λοιπά. Αν και σήμερα πολλές κοσμοθεάσεις ανταγωνίζονται για την απώτερη κυριαρχία, η ακαδημαϊκά εγκεκριμένη αφήγηση του φυσικαλισμού (η ακραία μορφή του θετικιστικού υλισμού) είναι αυτή που προσδιορίζει τις κοινοτοπίες, παρόλες τις πολλές ασυνέπειές του. Αυτή η κυρίαρχη κοσμοθέαση θέτει ότι οι υλικές οντότητες έξωθεν της συνείδησης αποτελούν τα θεμέλια της πραγματικότητας. Η συνείδηση, με τη σειρά της, υποτίθεται ότι είναι ένα επιφαινόμενο ή μια ανακύπτουσα ιδιότητα κάποιων πολύπλοκων υλικών διαρρυθμίσεων. Ως εκ τούτου, υπό το σκήπτρο του φυσικαλισμού, η συνείδηση θα πρέπει να είναι αναγώγιμη σε υλικές συνθέσεις έξωθεν και ανεξαρτήτως της εμπειρίας.
Ο φυσικαλισμός συχνά απεικονίζεται ως μια κοσμοθέαση που, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τη θρησκεία ή την πνευματικότητα, βασίζεται αποκλειστικά στα αντικειμενικά δεδομένα. Το παρών άρθρο, ωστόσο, εικάζει ότι οι διαμορφωτικές αρχές και τα κίνητρα που υποθάλπουν την υλιστική αφήγηση –είτε τελικά αποδειχθεί φιλοσοφικά ορθή είτε όχι- είναι εν μέρει υποκειμενικά θεμελιωμένες, αντικατοπτρίζοντας τη νευρωτική αμυντική στρατηγική του Εγώ, ώστε να προστατέψει το άτομο από οδυνηρά συναισθήματα, ιδέες και ενορμήσεις. Αυτό φαίνεται καθαρά όταν κανείς θέτει πυρηνικής σημασίας ζητήματα της ψυχολογίας του βάθους στις κοινωνικές και πολιτισμικές σφαίρες. Παραταύτα, ως μια κυρίως κλινική προσέγγιση, η ψυχολογία του βάθους χρήζει κάποιας επεξεργασίας προτού εφαρμοστεί σε θεωρητικό επίπεδο.
Η σύγχρονη κατανόηση της ψυχολογίας του βάθους μπορεί να ανιχνευθεί πίσω στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, στα έργα των Frederic Myers, Pierre Janet, William James, Sigmund Freud και Carl Jung. Η θεμελιώδης της αναφορά τίθεται στο ότι η ανθρώπινη ψυχή αποτελεί δυο κύρια μέρη, το συνειδητό και το ασυνείδητο. Το συνειδητό μέρος της ψυχής έχει να κάνει με τα βιώματα που μπορεί να αναφέρει το άτομο. Σύμφωνα με την αναλυτική σχολή της ψυχολογίας του βάθους, το «εγώ» προσδιορίζεται ως το βιωματικό επίκεντρο αυτού του ενσυνείδητου μέρους, και είναι με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο που χρησιμοποιώ τη λέξη «εγώ» σε αυτό το άρθρο. Εν αντιθέσει, το αποκαλούμενο «ασυνείδητο» μέρος της ψυχής αποτελεί τα νοητικά περιεχόμενα στα οποία δεν έχει πρόσβαση το άτομο και για τα οποία άρα δεν μπορεί να αναφέρει τίποτε. Παρόλα αυτά, η ψυχολόγοι του βάθους δηλώνουν ότι τα «ασυνείδητα» νοητικά περιεχόμενα μπορούν, και το κάνουν όντως, να επηρεάσουν τις εμφανείς σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές ενός ατόμου.
Επειδή η ικανότητα του να αναφέρει κανείς μια εμπειρία είναι μια μετα-γνωρισματική κατάρτιση επί της ίδιας της εμπειρίας, μια πιο ενδελεχής άρθρωση της διαφοράς μεταξύ του συνειδητού και του «ασυνείδητου» μέρους της ψυχής είναι αυτό: Τα συνειδητά νοητικά περιεχόμενα είναι αυτά που κάποιος βιώνει και συνάμα γνωρίζει ότι βιώνει. Τα «ασυνείδητα» νοητικά περιεχόμενα, από την άλλη, είναι εκείνα που το άτομο είτε δε βιώνει είτε δε γνωρίζει ότι βιώνει. Με άλλα λόγια, τα ενσυνείδητα νοητικά περιεχόμενα εμπίπτουν μέσα στο πεδίο της αυτο-ανακλαστικότητας και, επομένως, μπορούν να αναφερθούν, ενώ τα «ασυνείδητα» νοητικά περιεχόμενα διαφεύγουν αυτού του πεδίου και, άρα, δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο αναφοράς –ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό.
Ωστόσο, καθώς οι κλινικοί ψυχολόγοι μπορούν να καταγράψουν τη συνείδηση βασιζόμενοι μόνο σε όσα αναφέρουν οι ασθενείς τους, οτιδήποτε πέραν της αυτο-ανακλαστικότητας δεν μπορεί να διακριθεί από την αληθινή ασυνειδησία. Αυτό εξηγεί την κάπως ανακριβή ορολογία με την οποία οι ψυχολόγοι του βάθους επιλέγουν να εξηγήσουν τα πράγματα.
Κάποιοι κριτικοί έχουν αμφισβητήσει την ύπαρξη του «ασυνείδητου» μέρους της ψυχής επί φιλοσοφικού εδάφους. Ωστόσο, οι τελευταίες έρευνες στις νευροεπιστήμες δείχνουν την παρουσία μιας ευρείας γνωρισματικής δραστηριότητας που τα άτομα αδυνατούν να αναφέρουν, αλλά η οποία, παρόλα αυτά, αιτιολογικά οροθετεί τις εμφανείς σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές τους.
Επί τη βάση αυτών των εμπειρικών αποτελεσμάτων, η βασική ιδέα της ψυχολογίας του βάθους –δηλαδή, το ότι ένα μέρος της ψυχής που διαφεύγει την αυτοαναφορικότητα δύναται να παράξει σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές- δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Κι επειδή τα πολιτισμικά αφηγήματα αποτελούν το σύνολο μιας συνάθροισης των σκέψεων, των συναισθημάτων και των συμπεριφορών των ατόμων, οι ιδέες της ψυχολογίας του βάθους είναι έγκυρα σημεία αφετηρίας για μια ανάλυση των όσων ψυχολογικά υποστυλώνουν την κυρίαρχη πολιτισμική κοσμοθέαση.
*
Σύμφωνα με την ψυχολογία του βάθους, η νεύρωση είναι η εκδήλωση μιας εσωτερικής ψυχικής σύγκρουσης που προκαλείται από την άρνηση του Εγώ για να γνωρίσει, να αντιμετωπίσει και τελικά να ενσωματώσει ανεπιθύμητα ερεθίσματα που αναδύονται από το «ασυνείδητο». Για να διαφυλαχθεί από αυτά τα ερεθίσματα, το Εγώ χρησιμοποιεί διάφορες αμυντικές στρατηγικές, όπως την άρνηση, τη διάθλαση, την αποσύνδεση, την απώθηση, και λοιπά. Μια ιδιαίτερα κοινή αμυντική στρατηγική είναι η προβολή, δια της οποίας παρακάμπτει κανείς την ανάγκη να αντικρύσει απειλητικές, για το Εγώ, δυνάμεις εκ των έσω προσάπτοντας τα αντίστοιχα γνωρίσματα στο εξωτερικό περιβάλλον. Ως τέτοιες, οι προβολές μπορεί να ειπωθεί ότι εν μέρει υφαρπάζουν και εκμεταλλεύονται την κοσμοθέαση κάποιου με την προσπάθεια να αποφευχθεί ο βραχυπρόθεσμος πόνος. Η υπόθεσή μου είναι ότι, δια μέσω της προβολής, η φυσικαλιστική κοσμοθέαση μας δίνει την άδεια να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε κάποια πράγματα τα οποία βρίσκουμε δυσάρεστα μέσα μας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους.
Για παράδειγμα, όλοι μας έχουμε την αίσθηση της ύπαρξης και της ταυτότητάς μας. Η διαυγής ενδοσκόπηση αποκαλύπτει ότι η ρίζα αυτής της αίσθησης είναι η συνειδητότητα –η ικανότητά μας να είμαστε τα υποκείμενα της εμπειρίας. Εξάλλου, αν δεν ήμασταν συνειδητοί, τι θα γνωρίζαμε για τον εαυτό μας; Πώς θα μπορούσαμε καν να αξιωθούμε την ίδια μας την ύπαρξη; Το να είμαστε ενσυνείδητοι σημαίνει να είμαστε ο εαυτός μας. Κατά έναν σημαντικό τρόπο –ίσως τον μόνο σημαντικό τρόπο- είμαστε πρωτίστως η ίδια η συνειδητότητα, ενώ το υπόλοιπο της εικόνας του εαυτού μας ακολουθεί μετά, καθώς οι σκέψεις και οι εικόνες δομούνται μέσα στη συνείδηση.
Με αυτή την προοπτική, η αφήγηση της προσπάθειας του υλιστή να μειώσει τη συνείδηση σε υλικές οντότητες έξωθεν της υποκειμενικότητας στερείται λογικής, αφού διαζευγνύει την υποτιθέμενη φύση της συνείδησης από την ζώσα αίσθηση της ταυτότητας. Δεν αισθανόμαστε ως ένα μάτσο υλικών σωματιδίων που αναπηδάνε μέσα στο κρανίο μας. Απεναντίας, νιώθουμε να είμαστε το υποκειμενικό «διάστημα» όπου οι εμπειρίες μας εκδιπλώνονται, συμπεριλαμβανομένων και των ιδεών περί των υλικών σωματιδίων. Γι’ αυτό, υπάρχει μια αίσθηση κατά την οποία θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η φυσικαλιστική αφήγηση προβάλει την ζώσα ουσία των εαυτών μας επί μιας εντελώς διαφορετικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με αυτήν, δεν είμαστε πραγματικά «εδώ», ριζωμένοι στην υποκειμενική αίσθηση της ύπαρξης, αλλά κάπου «εκεί έξω», σε έναν αφηρημένο κόσμο θεμελιωδώς πέραν της ζώσας απτότητας της εσωτερικής μας ζωής. Ως τέτοια, η φυσικαλιστική αφήγηση συνεπάγεται με ένα άδειασμα του τι ακριβώς σημαίνει να υπάρχουμε, ένα είδος εγκόσμιας κενώσεως.
Η κένωση που συνεπάγεται από την φυσικαλιστική αφήγηση μπορεί να απαλλάσσει τους υπέρμαχούς της από την ευθύνη των επιλογών και των δράσεών τους. Αναλογίσου αυτό το απόσπασμα από τον Sam Harris (2012): «Επέλεξα συνειδητά τον καφέ αντί του τσαγιού; Όχι. Η επιλογή συνέβη για μένα από γεγονότα στον εγκέφαλό μου τα οποία εγώ… δε δύναμαι να επιθεωρήσω ή να επηρεάσω». Η προβολή της ευθύνης εδώ είναι ξεκάθαρη και η αντίστοιχη αποδέσμευση περιγράφεται εν συνεχεία από τον ίδιο τον Sam Harris (2012): «Το να χάσω την πίστη μου στην ελεύθερη βούληση δε με έκανε μοιρολάτρη –εδώ που τα λέμε, έχει αυξήσει την αίσθηση της ελευθερίας μου. Οι ελπίδες μου, οι φοβίες μου, και οι νευρώσεις μου φαίνονται λιγότερο προσωπικές. Πράγματι, υπό τη δεοντολογία αυτής της κοσμοθέασης, δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος για ενοχή ή τύψεις, αφού υποτίθεται δεν είμαστε αυτό που βιώνουμε να είμαστε. Δεν είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό που συμβαίνει εδώ διότι δεν είμαστε –και δεν ήμασταν ποτέ- πραγματικά εδώ. Δεν είμαστε φαντάσματα εντός μιας μηχανής αλλά φαντάσματα επινοημένα από τη μηχανή. Με έναν σημαντικό τρόπο, δεν υπάρχουμε στην πραγματικότητα.
Κάποιοι υπέρμαχοι της φυσικαλιστικής αφήγησης πηγαίνουν τόσο μακριά ώστε να υποστηρίξουν ακόμη και την ανυπαρξία της συνείδησης. «Η συνείδηση δε συμβαίνει. Είναι ένα λανθασμένο δημιούργημα». Αυτά τα λόγια από τον νευροεπιστήμονα Michael Graziano (2016) θα πρέπει να μας βάλει σε βαθιές σκέψεις. Ορίστε, εδώ έχουμε τη συνείδηση –ότι κι αν είναι αυτή- να αρνείται την ύπαρξη της συνείδησης. Ο φιλόσοφος Daniel Dennett (1991) επίσης δήλωσε ότι η συνείδηση είναι μια ψευδαίσθηση, δήλωση η οποία ευθύς αμέσως αντικρούει τον εαυτό της. Εξάλλου, που αλλού συμβαίνουν οι ψευδαισθήσεις αν όχι στη συνείδηση; Με το να ελκύεται κανείς από μεταφυσικές αφαιρέσεις θεμελιωδώς πέραν της ζώσας εμπειρίας, τέτοιες αρνήσεις του ζώντα εαυτού μας κατορθώνουν μια μορφή απελευθέρωσης κάπως ανάλογης της θρησκευτικής συγχώρεσης. Περιέργως, όπως θα δούμε αργότερα, βοηθούν ακόμη και στην αναστύλωση του νοήματος της ζωής, σε ακολουθία εκείνου που θα αποκαλέσω «οντολογικό τραύμα».
Η δομή αυτών των αρνήσεων είναι ξεκάθαρη: Εν πρώτοις, η συνειδητότητα εξυφαίνει την εννοιολογική ιδέα ότι κάποιες πλευρές της ίδιας της δυναμικής της κατά κάποιον τρόπο υπάρχουν έξω από αυτήν· μετά, προβάλλει τη δική της ουσία επί αυτών των πλευρών. Η αντίστοιχη παρεκτόπιση της ταυτότητας είναι εμφανής –και ο νευρωτικός της χαρακτήρας εύκολα να γίνει αντιληπτός- με μια αναλογία: Φαντάσου έναν ζωγράφο που, καθώς έχει ζωγραφίσει ένα αυτοπορτραίτο, το δείχνει δηλώνοντας ότι ο εαυτός του είναι το πορτραίτο. Αυτό είναι, επί της ουσίας, που κάνουν οι φυσικαλιστές, είτε ευσταθεί φιλοσοφικά είτε όχι. Η συνειδητότητά τους εννοιολογεί αυτοπορτραίτα μέσα της. Ενίοτε αυτά τα αυτοπορτραίτα παίρνουν τη μορφή ηλεκτρικών ώσεων και αποδέσμευση νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο. Άλλες φορές, παίρνουν το σχήμα κβαντικών μεταβιβάσεων ή δυνατοτήτων. Όποια κι αν είναι η κατάσταση, η συνειδητότητά τους δείχνει πάντα σε μια εννοιολογική οντότητα που δημιουργεί μέσα της και μετά δηλώνει ότι ο εαυτός είναι αυτή η οντότητα. Παραγνωρίζει την ίδια της την πρωτογενή, σε πρώτο πρόσωπο θέαση προς χάριν μιας αφηρημένης τρίτου προσώπου προοπτική. Αναλογίσου όσα λέει παρακάτω ο Dennett (1991): «Ο τρόπος να απαντήσουμε αυτές τις σε ‘πρώτο πρόσωπο θεάσεις’ που μας μπερδεύουν είναι να αγνοήσουμε τη θέαση του πρώτου προσώπου εν γένει». Η περιφρόνηση για το υποκείμενο της εμπειρίας –το πρώτιστο δεδομένο της ύπαρξης και της ταυτότητας κάποιου- είναι εδώ προφανές· η κένωση σχεδόν ολοκληρωτική.
Η φυσικαλιστική αφήγηση μπορεί επίσης να δώσει την άδεια να διαμορφώσουμε και να απορρίψουμε –ξανά μέσω της κένωσης της προβολής- τις πιο δύσκολες πτυχές της εσωτερικής ζωής μας: τα συναισθήματά μας. Εν προκειμένω, η αίσθηση ενός συναισθήματος είναι η εσωτερική αντίληψη ενός «προγράμματος δράσης» που πυροδοτείται από κάποια ερεθίσματα. Αν και το ίδιο το πρόγραμμα δράσης είναι σημαντικό στο βαθμό που μας βοηθάει να επιβιώσουμε και να αναπαραχθούμε, το συνοδευόμενο με αυτό συναίσθημα είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια απλή παρενέργεια της εκτέλεσης του προγράμματος. Για παράδειγμα, η όψη ενός άλλου ανθρώπου που βιώνει κάποιον κίνδυνο είναι το ερέθισμα που προκαλεί δράσεις οι οποίες αποσκοπούν στη βοήθεια του θύματος και, συνεπώς, επαυξάνουν το κοινωνικό πρεστίζ εκείνου που λαμβάνει αυτή τη δράση. Το συναίσθημα της συμπόνιας, με τη σειρά του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εσωτερική αντίληψη αυτής της εξελικτικά χρήσιμης αντίδρασης· δήθεν αυτή, άρα, δεν έχει καμία πρωταρχική ή θεμελιώδη σημασία. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ευκολότερο το να στραφείς προς την άρνηση περί των συναισθηματικών μας ζωών όταν τα πράγματα σκουραίνουν. Νιώθουμε δικαιολογημένοι για να απορρίψουμε ή να καταπιέσουμε τα τραύματά και τους δαίμονές μας, αποφεύγοντας την συχνάκις επίπονη δουλειά της ψυχολογικής ενοποίησης. Η αφήγηση του φυσικαλισμού μας προσφέρει ένα θεμέλιο για να εκλογικεύουμε την επιλογή του να ζούμε μια ανεξέταστη, επιφανειακή ζωή. Για ένα άτομο απεγνωσμένο για να αποφύγει την απειλή των άμεσων και έντονων βασάνων, τα οφέλη αυτής της στάσης μάλλον αντισταθμίζουν για τα καλά τις όποιες μακροπρόθεσμες συνέπειές του.
Όλως περιέργως, η φυσικαλιστική αφήγηση μπορεί ακόμη και να μας προσφέρει επιβεβαίωση περί του θανάτου. Σύμφωνα με αυτήν, δεν υπάρχει τίποτε να μας φοβίζει στον θάνατο, επειδή υποτίθεται ότι είναι το τέλος όλης της εμπειρίας, συμπεριλαμβανομένης του φόβου και του πόνου. Το μεγάλο τρομαχτικό άγνωστο της βιωματικής σφαίρας πέραν της υλικής ύπαρξης εξαφανίζεται με μια μονοκοντυλιά· το μεγαλύτερο άγχος της ανθρωπότητας έχει νικηθεί. Το ψυχολογικό θέλγητρο αυτής της ιδέας είναι ισχυρή, ωστόσο οι περισσότεροι δε φαίνεται να αναστοχάζονται περί αυτής. Έχουμε περιέλθει στο σημείο να παίρνουμε ως δεδομένες τις ανέσεις που οι κοινοτοπίες του κυρίαρχου αφηγηματικού μοντέλου μας έχουν χαρίσει.
Συνοψίζοντας, με το να αρνιόμαστε την ζώσα αίσθηση της ύπαρξης και της ταυτότητας, η φυσικαλιστική αφήγηση δημιουργεί μια ευκαιρία για να απαλλάξει το Εγώ από την απώτερη ευθύνη. Αρνούμενη την θεμελιώδη πραγματικότητα των συναισθημάτων, δημιουργεί μια ευκαιρία για να προστατευθεί το Εγώ από τη σύγκρουση με πολύ ισχυρότερες δυνάμεις. Και με την προβολή της οντολογικής μας ουσίας επί της εφήμερης διάταξης της ύλης, δημιουργεί μια ευκαιρία για να προστατευθεί το Εγώ από αυτό που ιστορικά υπήρξε πάντα η μεγαλύτερη αγωνία της ανθρωπότητας: το βιωματικό άγνωστο της μεταθανάτιας κατάστασης…