Εάν μια, πανταχού παρούσα, συνθήκη διασφαλίζει την συνοχή των κοινωνιών αυτή είναι η συμπεριφορά της μίμησης. Με την ιδιότητα αυτή ένα βρέφος γαλουχείται στους τρόπους των γονιών του, ένα παιδί βρίσκει τα πρότυπα της έλξης και της αποστροφής, ένας έφηβος ονειρεύεται το μέλλον του και ένας ενήλικος σφυρηλατεί οριστικά την απαράλλακτη γραμμή του τρόπου ζωής του. Η μίμηση είναι ο συνδετικός κρίκος που μας συναπαρτίζει σε κοινότητες που ασπάζονται ένα συγκεκριμένο πρότυπο σκέψης, έκφρασης και επικοινωνίας. Μοιάζει να είναι ένας κώδικας πρόσβασης για τη συμμετοχή μας στα κοινά κατά τροπο που δεν προκαλεί σύγχυση και που συντηρεί την αυθεντική καθαρότητα των αποδεχούμενων παραστάσεων. Όποιος διαφεύγει των σαφών μιμητικών προτύπων και αντ’ αυτού μηχανεύεται υβριδικές παραστάσεις ή παντελώς φυγόκεντρες εκφράσεις, είναι υποχρεωμένος να υποστεί το τίμημα της απεκμάθησης μιας κοινής γλώσσας – οι λέξεις του δεν έχουν πια νόημα, εφόσον δεν αποτελούν συνέχεια των μιμητικών προτύπων που αρμόζουν να συντηρούνται. Όμως, αν η έννοια της πληροφορίας είναι η καινοφανής είδηση μιας διαφοράς που κάνει τη διαφορά, η προσκόλλησή μας στο να επικυρώνουμε τα προδιαγεγραμμένα κριτήρια στην ψυχολογική ανάπτυξη του ανθρώπου δεν αποτελεί καμία ουσιαστική συναλλαγή – τα μιμητικά πρότυπα που ανακυκλώνονται και διαιωνίζονται απαράλλακτα δεν είναι παρά οι κάλπικες λίρες μιας στασιμότητας που δεν ενέχει την είδηση μιας αλλαγής, ούτε την πληροφορία μιας εξελικτικής προοπτικής...
Μιλώντας έτσι, δεν μπορεί κανείς παρά να σκεφτεί περί της αρχέτυπης διαγωγής του ανθρώπου, δηλαδή, της υπαγωγής του σε πάγιες παραστάσεις ιδεατών προτύπων που καθηλωτικά αναπαράγονται σε βάρος της όποιας διάθεσης για ριζοσπαστική επινόηση. Τα αρχέτυπα είναι περιορισμένα, τετελεσμένα και ανέκκλητα. Οτιδήποτε συμβαίνει στην κοινωνία είναι απλά και μόνο η αναπόδραση ιδιοποίηση μορφικών κανόνων που προαποφασίζουν την μοίρα μιας προσωπικότητας. Αν εξετάσουμε το από που προκύπτουν αυτές οι ριζικές ντιρεκτίβες, θα δούμε ότι αυτές είναι πάντα χωρίς μια σαφή γενεαλογία – αυτό άλλωστε επισημαίνει ο όρος «αρχέτυπο»: ένα άνευ προηγούμενου πρότυπο μιμητισμού που άρχει και επικαθορίζει τις ψυχολογικές αναδιαμορφώσεις.
Το ότι είθισται να πιστεύουμε ότι το αρχέτυπο πρότυπο αποτελεί μια αυθαίρετη αρχή, που αρμόζει να επιβάλλει τους τρόπους της μίμησης δείχνει το πόσο εγκλωβισμένοι είμαστε σε κάποια προαιωνίως τετελεσμένα και στατικά μορφώματα που περιορίζουν τη μιμητική δυνατότητα της συνείδησης σε μια προβλέψιμη νόρμα ψυχολογικών ιδιότυπων. Θα πρέπει να διερωτηθούμε λοιπόν το ποια υπόρρητη τυραννία διενεργείται σε αυτή τη στασιμότητα του συλλογικού φαντασιακού υπό την αιγίδα προκαθορισμένων συλλήψεων της προσωπικότητας. Εάν ουσιωδώς η έννοια του αρχέτυπου δεν είναι παρά απόρροια μιας αυθεντιοκεντρικής δόμησης πρότυπων μίμησης, που με την ισχύ της έχει επιβάλλει τον περιορισμό της οργανικής μιμητικής εξερεύνησης υπό την πρόφαση ενός θέσφατου, τότε θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι και αυτά τα ίδια τα πρότυπα δεν αποτελούν παρά κοινές αναπαραγωγές – απλά τελεότυπα που διαχρονικά καθιερώθηκαν ως αποτέλεσμα μιας προστακτικής συνθήκης. Άρα, η οξεία αναστοχαστική συνείδηση πρέπει να διακρίνει την αχίλλεια πτέρνα αυτής της συνθήκης, εκεί στο θέσφατο κύρος του αρχέτυπου προτύπου, όπου αποκρύπτεται η γενεαλογική διεργασία και ο οργανικός χαρακτήρας της αυθαίρετης καθιέρωσής τους. Με άλλα λόγια, ακόμη και τα στατικά αρχέτυπα της συμπεριφοράς δεν είναι παρά ρευστές δυναμικές, εξελισσόμενα μορφώματα που αποτυπώνονται στο φαντασιακό δια μέσω μιας ιστορικής συσσώρευσης της ίδιας της ανθρώπινης επιτέλεσης παρά το αντίστροφο – δεν είμαστε αποτέλεσμα του αρχέτυπου αλλά μάλλον το αρχέτυπο είναι απλώς ένα τελεότυπο, δηλαδή, αποτέλεσμα των διαχρονικών κυρίαρχων τρόπων και της προστακτικής τους κατίσχυσης.
Με γνώμονα την ελευθερία του πνεύματος τώρα πια είναι η εποχή που διερωτόμαστε το κατά πόσο αυτή η φαντασιακή γαλούχηση σε πρότυπα συμπεριφοράς είναι η περιοριστική δικλείδα, που καταμαρτυρεί και την καταστολή του φαντασιακού στα καλούπια προκαθορισμένων ψυχολογικών ιδιότυπων, τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να σφετεριστούν και να προσαρμόσουν τις διερευνητικές τροπές της ριζοσπαστικής επιθυμίας. Εάν θα αφήναμε πραγματικά ελεύθερη την φαντασιακή αναπαραγωγή του ατόμου ώστε να αντιπαρέλθει ή να μεταλλάξει την αιγίδα των αρχέτυπων, τότε εκείνο που θα συνέβαινε θα ήταν η έκθεση των ρευστών τελεοτύπων ως συλλογικές εφαρμογές που αναμένουν τη συνεχή τους ανάπλαση από την υποκειμενική βούληση του καθενός. Έτσι είναι που η παραγωγή της ιδιοτυπίας θα γινόταν πραγματικά ρηξικέλευθη και ανανεωτική καθώς σημασία θα είχε όχι η αυτόματη μηχανική μίμηση της μορφής που αρχέτυπα πρυτανεύει, αλλά της διαδικασίας που προηγείται της οποιασδήποτε μορφής – σημασία δεν έχει η μίμηση ενός τετελεσμένου προτύπου αλλά ο τρόπος διαφυγής από αυτό, η φυγόκεντρη κίνηση που μηχανεύεται νέες υβριδικές προσμίξεις, νέες εφαρμογές του φαντασιακού.
Τι είναι το τελεότυπο λοιπόν και με ποιον τρόπο μπορεί να αλλάξει τις κοινωνίες; Πρόκειται πάντα για μια παροδική συλλογική αποκρυστάλλωση κάποιου πρότυπου σκέψης, δράσης, συμπεριφοράς που αντί να πρυτανεύει ως στέρεα μιμητική αυθεντία γίνεται το συγκεκριμένο ορμητήριο για τη δυναμική μίμηση μιας φυγόκεντρης ανανέωσης και μιας περαιτέρω κατάφασης στη ριζοσπαστική διαδικασία αναδημιουργίας της προσωπικότητας χωρίς να έχει σημασία η πάγια παράσταση. Ενώ το αρχέτυπο παγιώνει την προσωπικότητα σε ένα συγκεκριμένο συλλογικά αποδεκτό και απολύτως προβλέψιμο καλούπι, το τελεότυπο διασφαλίζει παραδειγματικά τη συνέχεια της φυγόκεντρης στοχαστικής της εκάστοτε προσωπικής έκφρασης ως προς την επινόηση καινοφανών ψυχοκοινωνικών επιτελέσεων – εκείνο που θέλω να μιμηθώ δεν είναι το πρότυπο μιας συγκεκριμένης παράστασης αλλά το πνεύμα ανεξαρτησίας και αυτονομίας που επιδεικνύει ένας συντελεστής, την φυγόκεντρή ανάπλαση των αυθεντιοκεντρικών δομών που με την επινόηση του εαυτού και τις αντισυμβατικές επιλογές του αφήνει πίσω ως ίχνος – όχι μίμηση του προσωπείου αλλά μίμηση του πνεύματος της παροδικής εκφοράς του που αρέσκεται να διαφεύγει των κλισέ και που μπορεί να συνενώνει ακόμη και τις πιο ετερόκλητες θέσεις.
Ρίχνοντας, λοιπόν, μια πραγματιστική ματιά στην καθημερινότητα που ορίζεται από στερεότυπα μοτίβα και που οτιδήποτε αντιστέκεται θεάται ως παράγοντας εκφυλιστικού κατακερματισμού, θα λέγαμε ότι η χαρά της ζωής έγκειται ακριβώς σε αυτή την αίσθηση συμμετοχής ανάπλασης των αξιών και των προτύπων. Αν κάπου βρίσκεται η είδηση, αυτή είναι στην τόλμη του να αποτελείς μια δημιουργική παραφωνία, ένα κάλεσμα για μίμηση του ελευθεριάζοντος τρόπου και της ρηξικέλευθης πρόθεσης παρά μιας προστακτικής πάγιας παράστασης. Έτσι είναι που ο κόσμος των στερεότυπων θα γίνει ο κόσμος των ρευστότυπων – ανθρώπων, δηλαδή, που αφήνουν τις ροές του φαντασιακού να αναπαράγει τις απειροστές συνθέσεις ενός ψηφιδωτού επιθυμιών και εκφράσεων, το οποίο, αντί να υπηρετεί τα σκιάχτρα εκείνου που πρέπει να γίνουμε, θα διεγείρει τη μίμηση φυγόκεντρων προθέσεων εκείνου που ριζοσπαστικά ανέκαθεν ήμασταν, αποζητώντας περισσότερο χώρο, περισσότερο χρόνο, περισσότερη ηδονή, περισσότερες εκπλήξεις, περισσότερη ομορφιά, περισσότερες προκλήσεις, πιο πολλή ζωή...