
«Πώς είσαι;»
«Είμαι καλά…»
Πόσο κυριολεκτική είναι συνήθως αυτή η απλή απάντηση; Χρησιμοποιούμε τη λέξη «καλά» για να αποσιωπήσουμε είτε την οικεία δυσαρέσκεια που μπορεί να υποβόσκει κάτω από τη δημόσια μάσκα μας είτε για να περιγράψουμε την όντως ισχύουσα ευεξία που μας διακατέχει. Όμως και στις δυο περιπτώσεις είμαστε ανακριβείς ως προς την αλήθεια εκείνου που πραγματικά συμβαίνει μέσα μας. Στην πρώτη περίπτωση, επειδή απλώς λέμε ψέματα και, στην τελευταία, επειδή δίνουμε μια μονόχρωμη απεικόνιση ενός τοπίου που στην πραγματικότητα είναι γεμάτο αποχρώσεις, τις οποίες η γλώσσα δεν έχει καταφέρει να περιγράψει εκτενώς. Έχουμε βέβαια πολλές λέξεις για να περιγράψουμε το πόσο καλά είναι το καλά (υπέροχα, φανταστικά, συναρπαστικά, ευφορία, κλπ.), όμως ακόμη κι όταν τις χρησιμοποιούμε συνήθως υπερβάλουμε δίχως να νιώθουμε στην κυριολεξία αυτό που ετυμολογικά εννοούν. Και πάλι ανακριβείς, προσπαθούμε να ιδιοποιηθούμε το ιδεατό ύψος του πόσο καλά μπορεί να νιώσει κανείς πίσω από σχήματα λόγου…
Όμως η αλήθεια είναι ότι στη συντριπτική μας πλειοψηφία, δεν έχουμε ιδέα το κατά πόσο το «καλά» κρύβει παρά αποκαλύπτει, αλλά ούτε και το που φτάνει το ύψος της πραγματικής ευδαιμονίας στο άμεσο βίωμα πέρα από τις καρικατούρες των εκφραστικών μας υπερβολών. Ας είμαστε ειλικρινείς: οι περισσότεροι ζούμε σε ένα στενό πλαίσιο του φάσματος των σπλαχνικών μας δυνατοτήτων, σε ένα δίπολο που το «νιώθω καλά» και το «νιώθω άσχημα», αλλά και όλες οι λεκτικές υπερβολές που φτιάχνουν την εικονική πραγματικότητα της «ευτυχίας» και της «δυστυχίας», παίζει την αντισφαίριση μιας ρηχής εσωτερικής ζωής, που αιφνιδιάζεται και αναθαρρεύει από ερεθίσματα δυσφορίας και ευεξίας, αντιστοίχως, που δεν είναι δα και τόσο αξιόλογα για να προσμετρηθούν στο εύρος των πραγματικών βιωματικών δυνατοτήτων. Πέραν λοιπόν της ουσιαστικής δυστυχίας που μπορεί να ζήσει κανείς στους λιμασμένους τόπους της υποσαχάριας Αφρικής ή τις φαβέλες της Βραζιλίας, υπάρχει, από το άλλο άκρο, και η ουσιαστική ευτυχία που δυσθεώρητη καθώς είναι παρερμηνεύεται από τάσεις που απλώς βουλιάζουν στη μαλθακότητα της ευμάρειας. Όπως ακριβώς, στις δυτικές κοινωνίες, σπάνια ζει κανείς τις πραγματικά δυστυχείς περιστάσεις σε παρατεταμένο χρόνο (ο θάνατος ενός δικού μας είναι ένα επεισόδιο που τείνει να εξομαλυνθεί στο χρόνο, δεν είναι η μόνιμη φρίκη του λιμού ή ενός εγκληματικού καθεστώτος), έτσι σπάνια ζει και τις πραγματικά ευδαιμονικές περιστάσεις. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό οφείλεται ακριβώς στο ότι βιαζόμαστε να ταυτοποιήσουμε μια θετική περίσταση με υπερβολικές αναφορές ευόδωσης. Για παράδειγμα, η αύξηση του τζίρου μιας επιχείρησης ή ένας γάμος ή η έλευση ενός παιδιού δεν είναι η οροφή των συγκινησιακών δυνατοτήτων, όπως νομίζουν πολλοί. Όσοι το νομίζουν αυτό ζουν σε μια ρηχή συγκινησιακή πραγματικότητα που συγκριτικά δείχνει τα ορόσημα αυτά ως τα απόλυτα ζενίθ. Όμως αν ρωτήσουμε έναν άνθρωπο που καλλιεργεί καθημερινά την ευεξία του με διάφορες τεχνοτροπίες και που βάζει τα δυνατά του για να αναπτυχθεί σε όλες τις κατευθύνσεις (ηθικά, οικονομικά, διαπροσωπικά, κλπ.), το τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει στην κυριολεξία η φράση «είμαι καλά», θα απαντούσε με ένα αινιγματικό χαμόγελο χιλίων καρατίων.
Κρύβονται πολλά πίσω από ένα τέτοιο χαμόγελο. Κρύβεται η αποφασιστικότητα και το εργατικό ήθος που εξυφαίνουν στην καθημερινότητα μια αναπτυσσόμενη πραγματικότητα που εξορμείται από τη βάση της ακέραιης υγείας. Η έννοια της ακέραιης υγείας είναι ένας σπάνιος στόχος, καθώς οι περισσότεροι, στην καλύτερη περίπτωση, προσπαθούν απλά να είναι υγιείς, δίχως να έχει καμία σημασία το αν υπάρχουν διαβαθμίσεις σε αυτή την έννοια. Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι απλά να μείνουν μακριά από τις αρρώστιες κι αυτό είναι όλο. Όμως απ’ όσα καταγράφει η Ιατρική Ανθρωπολογία γνωρίζουμε ότι στις γηγενείς κοινωνίες, διαχρονικά, δεν υπάρχει το δίπολο μεταξύ νόσου και υγείας αλλά ένα φάσμα διαβαθμίσεων, που ενώ στον έναν πόλο έχει τη νόσο, στο άλλον, έχει την άφατη ευδαιμονία –και κάπου στη μέση είναι η δυτική έννοια της υγείας.
Η προώθηση μας προς αυτόν τον πολικό αστέρα του ιδεατού είναι ένα εγχείρημα που μόλις τώρα, στις απαρχές του 21ου αιώνα, φαίνεται οι δυτικές κοινωνίες να ενστερνίζονται. Και με βάση αυτή τη συνειδητοποίηση, δρομολογούνται ολοένα και περισσότερες τεχνοτροπίες, συνδυαζόμενες από τις αρχαίες παραδόσεις και τη ροή δεδομένων που φέρνει η υπερσύγχρονη τεχνολογία, για να υλοποιήσουν τη διάνοιξη σε μια ολοένα και πιο ακριβή διαπίστωση του τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει το «είμαι καλά». Καθώς, η επιστημονική ορολογία και η καθομιλουμένη μαθαίνουν να εκφράζονται με πιο λεπτομερείς τρόπους πάνω από τις απεριόριστες στέππες της ευρωστίας, γίνεται σταδιακά φανερό το πόσο περιορισμένη είναι η οπτική της κλασικής ιατρικής στα θέματα της πρόληψης και της υγείας. Παρότι αναντικατάστατη σε ζητήματα άμεσης επέμβασης επί των όψιμων παθήσεων, στην επικράτεια του πώς καλλιεργείται η υγεία με ορίζοντα (όχι την πρόληψη, καθώς αυτή είναι έννοια που στρατολογείται απέναντι στην αρνητική προοπτική της ασθένειας) την ευδαιμονία δεν έχει να πει απολύτως τίποτε.
Η ομοιοπαθητική και η βιοπληροφοριακή εξέταση, ωστόσο, κινούμενες σε έναν σαφώς πιο πολυσύνθετο άτλαντα αναφοράς, που έχει σφαιρική και συνεκτική συνύφανση μεταξύ παράταιρων παραμέτρων (τι σχέση μπορεί να έχει το δέκατο-όγδοο δόντι με το συκώτι, θα ρωτούσε ένας συμβατικός γιατρός…), μπορούν να βοηθήσουν σε αυτή την καλλιέργεια που προσβλέπει στη συγκομιδή των χιλίων καρατίων. Τα χαμόγελα που υπονοούν την πραγματική ευεξία, την ευρωστία, την ευδαιμονία, την κυριολεκτικά εννοούμενη ευτυχία δεν έχουν ως έρεισμα παροδικές συγκυρίες, υλιστικά τεκμήρια επιτυχίας ή την άνοδο της επωνυμίας – από κάτω κρύβεται το φιλόπονο έργο μιας καθημερινότητας που λαμβάνει μέρος η επιμελής διαχείριση των δεδομένων της βιοπληροφοριακής μας οντότητας, σμιλεύοντας τις ροές με την ευαισθησία του καλλιτέχνη που θέλει να αποδώσει ακόμη περισσότερη ομορφιά. Για να γίνει αυτό, η διατροφή, η άσκηση, η εσωτερίκευση, το παιχνίδι με τις ροές αισθητηριακών μοτίβων, η αναψυχή ραφινάρονται ολοένα και περισσότερο μέσα από την χορήγηση νανοφαρμακολογικών σκευασμάτων που επενεργούν ως αντανακλαστικοί αισθητήρες λειτουργικής αυτεπίγνωσης του ψυχο-οργανισμού που επιταχύνουν την ομοιόσταση του. Έτσι, η καθημερινότητα γίνεται μια προοδευτική συνθήκη εξευμενισμού των μιασμάτων που μας χτυπάνε σε πολλά επίπεδα ταυτοχρόνως και, ακολούθως, ένα ραφινάρισμα της λεπτοφυούς αίσθησης του να υπάρχεις – σα να αφουγκράζεσαι τον φλοίσβο του απείρου που εκστατικά σε ανανεώνει και σε προεκτείνει και σου συστήνει το παραληρηματικό βίωμα που προσπαθεί να εννοήσει η φράση «είμαι πράγματι καλά»…