Εάν θα έπρεπε να διαχωρίσουμε την ανθρώπινη προσωπικότητα σε δυο τύπους έκφρασης και περισυλλογής, θα διακρίναμε ως τον πιο γενικό άξονα διάκρισης την έννοια της αναστοχαστικής ειλικρίνειας, δηλαδή, την διάθεση ή μη παραδοχής όλων όσων συμβαίνουν στον τρόπο που επικοινωνούμε με τον άλλον. Αν αυτός θα μπορούσε να ειδωθεί ως ένας βασικός άξονας διάκρισης των μεν από τους δε, τότε είναι ξεκάθαρο ότι εδώ πρόκειται για έναν ασύμμετρο διαχωρισμό εφόσον οι άνθρωποι που είναι πρόθυμοι να συμπεριφερθούν ευθυγραμμισμένοι με τις βαθύτερες και πιο ειλικρινείς τους απόψεις είναι πραγματικά λίγοι. Συνήθως, συμβιβαζόμαστε με κανόνες κοινωνικής διαγωγής που μας αποσπούν από τη ροή εκείνου που πραγματικά νιώθουμε και που θέλουμε να πούμε. Ίσως επειδή εάν αφήσουμε αυτό το ξετύλιγμα των πραγματικών μας θέσεων, μπορεί να μας φέρει σε ενσυνείδητη σύγκρουση με τον άλλον ή ακόμη και με το σύστημα αξιών που έχει επικρατήσει. Όμως, επειδή μια τέτοια συμπεριφορά κοστίζει ηθικά, ο οποιοσδήποτε συμβιβασμός γίνεται η υποχρέωση μιας μονοδιάστατης προσωπικότητας που έχει εκπαιδευτεί να ακολουθεί ανεξέταστα όλες τις πατροπαράδοτες αρχές και μάλιστα να εξανίσταται όποτε αντικρύσει το ενοχλητικό δείγμα αυθεντικότητας από την άλλη πλευρά, όταν έχει την τύχη ή την ατυχία να το αντιμετωπίσει.
Πώς ορίζεται η αυθεντικότητα, μιλώντας ψυχολογικά; Το κρίσιμο βαρόμετρο είναι η διάθεση καταφατικής διείσδυσης στον εαυτό χωρίς καμία απολύτως προδιαγεγραμμένη προκατάληψη που θα περικόψει τις φυσιολογικά αναδυόμενες απόψεις που προσδιορίζουν οργανικά και αυθόρμητα την εκάστοτε ιδιοτυπία. Όταν όμως φοβικά εμμένει κανείς σε όσα έχει ορίσει ο Πατρικός Νόμος, δηλαδή ο κανόνας του κανονικού που κανονίζει, τότε οι απολυταρχικές αξίες αποστερούν της ικανότητας της συναρπαστικής περιπέτειας προς τα βάθη του επιθυμητικού και τα εξωφρενικά ύψη της επιδίωξης. Αλλά, ο τύπος προσωπικότητας που απλά ακολουθεί τις αξιολογικές γραμμές με τις οποίες γαλουχείται συντηρητικά αντιτείνει ότι το να πληρώνεις τους λογαριασμούς σου, να τεκνοποιείς και περνάς ένα ωραίο σαββατοκύριακο με τους φίλους είναι η αποκλειστική οδός προς την αυταπόδεικτη επιτυχία κι έτσι επιμένει να εξοστρακίζει την οποιαδήποτε παράκαμψη ή εναλλακτική οδό ως δείγμα αποτυχίας, αν όχι φαυλότητας.
Τα πράγματα όμως είναι πολύ διαφορετικά, όπως συμβαίνει κάτω από τη βιτρίνα όλων των ετοιμοπαράδοτων αξιών ή αντιλήψεων της πραγματικότητας. Διότι εκεί που ο Νεύτωνας βλέπει σαφείς νόμους μηχανικής, έρχεται αργότερα ο επιστήμονας της κβαντομηχανικής και βλέπει απλώς ομαδοποιημένα νεφελώματα πιθανοτήτων. Εκεί που ο θρησκόληπτος βλέπει πρωτόπλαστους από πηλό και αίμα και τον θεολογικό σχεδιασμό της φύσης, έρχεται ο Δαρβίνος και εδραιώνει την αδιαφίλονίκητη γεωμετρία της φυσικής επιλογής και της βιολογικής εξέλιξης του ανθρώπου από την μορφή του πιθήκου. Εκεί που ο κλασικός γιατρός βλέπει αποκλειστικά και μόνο ζωτικά όργανα και το μυοσκελετικό σύστημα, έρχεται η Κινέζικη Ιατρική και δείχνει τους μεσημβρινούς του βιοενεργειακού σώματος. Με αυτά και με αυτά, εκείνο που εννοείται εδώ είναι ότι η πραγματικότητα είναι απείρως πιο πολύπλοκη από τις θέσεις στις οποίες συντηρητικά τείνουμε να οχυρωθούμε. Οι θέσεις αυτές εκτός από επιστημολογικές είναι, φυσικά, και βιωματικές – εκεί, ιδίως εκεί είναι που ασκείται η μεγαλύτερη ψυχολογική βία, όταν, για παράδειγμα, ο πλειοψηφικός κι άρα προνομιούχος τύπος ανθρώπου «άλφα» καλείται να αμυνθεί απέναντι στις προκλητικές όψεις της ριζοσπαστικής ανεξαρτησίας του τύπου ανθρώπου «βήτα». Κι αυτό συμβαίνει επειδή πράγματι η ανατροπή των συντηρητικών αξιώσεων είναι μια ανατροπή αναπάντεχη που μοιάζει αρκετά με ένα τρομερό σεισμό που τείνει να καταστρέψει συθέμελα την απόλυτη ορθοδοξία του modus vivendi που διασφαλίζει την ψυχολογική στασιμότητα του τύπου «άλφα».
Επειδή όμως αυτός ο τύπος κυριαρχεί ηθικολογικά, ιδεολογικά και πολιτικά, οι περιρρέουσες τροχιές ριζοσπαστικής ανάπλασης της πραγματικότητας παραμένουν περιθωριοποιημένες με το καμπανάκι του «τραγέλαφου» κι έτσι ευθύς εξαρχής τίθεται το απαγορευτικό στην οποιαδήποτε παραγωγική της ανάπτυξη. Για να λέμε, όμως, τα πράγματα με το όνομά τους, η ειρωνεία είναι ότι ουσιαστικά περιθωριοποιείται και αποτρέπεται η επάνοδος της δικής τους εν δυνάμει αυθεντικότητας που εγγυάται την απελευθέρωση των ίδιων από τον κλοιό μιας «κανονικότητας» που τελικά τους στραγγαλίζει και τους αποστραγγίζει υπό την επικάλυψη μιας αφηγηματικά υποκρινόμενης «πληρότητας». Εντούτοις, η υποκρισία απέναντι στον ίδιο τον εαυτό τους δημιουργεί το απόθεμα απωθημένων ασυνείδητων επιθυμιών που όντας εξοστρακισμένες σε κινηματογραφικές μυθοπλασίες ή ακόμη και το πυρ το εξώτερον αντιστρέφονται με εκδίκηση απέναντι στην οποιαδήποτε ενθύμηση μιας ριζοσπαστικής ελευθερίας, από την ηθική μέχρι την οικονομική, υποκινώντας τοξικά συναισθήματα που εκφράζονται με μικρονοϊκούς αφορισμούς, αν όχι φασιστοειδείς επιθέσεις.
Είναι πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς την αμηχανία που νιώθει ο κανονικός «άλφα» απέναντι στον εναλλακτικό «βήτα». Το πιο παροιμιώδες και αρχέτυπο μοτίβο επικοινωνίας μεταξύ τους είναι στο πως αμφότεροι διαφέρουν στον τρόπο που σχετίζονται με το υπονοούμενο. Ως γνωστόν, η υπαινικτική τάση (η «σπόντα») είναι μια από τις καλύτερες τακτικές επικοινωνιακής υπερίσχυσης επειδή προκαλεί αυτόν τον οποίο την αποδέχεται να εκθέσει την ευαισθησία του ενόσω εκείνος που υπαινίχθηκε λόγω της βουλητικής του ασάφειας μπορεί να αποποιηθεί κάθε τέτοια ευθύνη. Αν δούμε ενδελεχώς την ανθρώπινη επικοινωνία, θα παρατηρήσουμε ότι όντως αυτή, σε μεγάλο βαθμό, ορίζεται από τέτοιες υπαινικτικές αιχμές που ενίοτε εκθέτουν την πόλωση μεταξύ των ατόμων. Όμως, όσον αφορά την γενική ταυτότητα των δυο τύπων ανθρώπου που γίνεται αναφορά εδώ, εκεί που φαίνεται σπαρταριστά η διαφορά στην ψυχολογική ποιότητα που τους προσδιορίζει είναι στο γεγονός ότι ο «κανονικός», συμβατικός, ως προς τα φτιασιδωμένα αξιώματα της λογικής, τύπος χαρακτήρα, λόγω της αμέλειάς του στο να διεισδύσει με ειλικρίνεια στο υπόστρωμα των προθέσεων του και να διερευνήσει με ελεύθερο πνεύμα το υποσυνείδητο, απλώς φέρεται από το υπονοούμενο που εκφράζει. Από την άλλη, ο εναλλακτικός τύπος «βήτα», εξαιτίας της «ομφαλοσκόπησής» του, όπως θέλει να πιστεύει ο κραταιός τύπος, μπορεί και καταλαβαίνει σε βάθος, με αδέσμευτη λογική τις ίδιες του τις προθέσεις και ευαισθησίες ώστε να έχει την ικανότητα, πρώτον, να καταλάβει ευθύς αμέσως τα υπαινικτικά πυρά που αφήνονται να εννοηθούν εναντίον του και, φυσικά, στο να φέρει την απάντηση του δικού του υπονοούμενου με πλήρη ενάργεια προθέσεως. Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι που έχουν ως προτεραιότητα να ασπάζονται τις ετοιμοπαράδοτες απόλυτες ερμηνείες της πραγματικότητας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της διάνοιας, από την επιστημολογία μέχρι την οικονομία, είναι τόσο ασφυκτικά εστιασμένοι στις πλασματικές επιταγές της «ορθότητας» που αδυνατούν να ιδιοποιηθούν τις ασύνειδες επεκτατικές ροές του ίδιου του νου τους, πολύ απλά επειδή αυτές ενέχουν τα σπέρματα της ανατροπής συθέμελου του μοντέλου διαβίωσής τους. Έτσι, όταν νιώθουν τη νεύρωση απέναντι στους προκλητικούς φορείς μιας βαθύτερης διερεύνησης της αλήθειας, που εκμεταλλεύονται τις εναλλακτικές τροπές ώστε να απολαμβάνουν μια πιο σφαιρική θέαση της πραγματικότητας, η υποβόσκουσα δυσφορία τους είναι τέτοια που δεν μπορούν παρά να φέρονται από την υποσυνείδητη εκκόλαψη του υπονοούμενου, του γεμάτου από πικρόχολη ειρωνεία και σαρκασμό (πάντα με τη διακριτικότητα της εν δυνάμει αποποίησης), που θέλει να ακυρώνει την υπόσταση του άλλου. Εκείνο, λοιπόν, που αρμόζει να κάνει ο «δευτεροκλασάτος» πολίτης, ο οποίος αφήνεται σε «μεσαιωνικές» πεποιθήσεις και που «παίζει τη ζωή του στα ζάρια» είναι να ανταπαντήσει όπως αρμόζει: ως απολύτως ενσυνείδητος του υπονοούμενου που ο ίδιος εναργώς φέρει ώστε να συνεφέρει τον άλλον στην κατανόηση των ίδιων του των ασυνείδητων προθέσεων. Μια τέτοια ανταπόκριση αποτελεί κάτι πολύ παραπάνω από μια περιστασιακή σύγκρουση – ουσιωδώς, αποτελεί σφαλιάρα στην υποκρισία των ημισυνειδητών προθέσεων και άσκηση στοιχειώδους πολιτικής της ετερότητας απέναντι στις οποιεσδήποτε μονοδιάστατες αξιώσεις. Η αύξηση της συνειδητότητας, έστω κι όταν, χωρίς περιστροφές, αποβαίνει ως σπίθα μιας πιο συγκεκριμένης και εστιασμένης διαπροσωπικής σύγκρουσης, δεν μπορεί παρά να είναι μια ώθηση συλλογικής εξέλιξης.
Συλλογικής εξέλιξης προς τον ορυμαγδό της «ψυχοπάθειας» και της «προκατάληψης»; θα ρωτούσε με εύθικτη ειρωνεία ο ακατάδεκτος προνομιακός τύπος «άλφα». Η απάντηση είναι ότι οι προσανατολισμοί και οι εκτιμήσεις δεν είναι ποτέ τόσο απλές υποθέσεις που μονοκόμματα δείχνουν το τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Η πραγματικότητα, στην πραγματική της φύση, είναι ένα δαιδαλώδες τοπίο που κατά κανόνα επαφίεται στην εκάστοτε ιδιοσυγκρασία ώστε να ανασυρθούν εντελώς διαφορετικές ποιότητες και συνακόλουθοι προσανατολισμοί του τελέσφορου. Όποιος αποπειράται να κάνει την πραγματικότητα κτήμα του ως αμάλγαμα ενός συγκεκριμένου ιδεώδους αλήθειας, από το οποίο εξουσιάζεται και περιορίζεται η ετερότητα, δεν κάνει άλλο από το να εθελοτυφλεί στην πηγαία δυναμική του πραγματικού, το οποίο, όλως παραδόξως, συμφύεται με τις φαντασιακές ατραπούς του ετερότροπου ασυνειδήτου. Δηλαδή: ο άνθρωπος που σπάει τον παρθενικό υμένα της ηθικολογικής απαγόρευσης, που έχει επιβάλλει ο γλωσσικός προγραμματισμός του Πατρικού Νόμου, επεκτείνεται στο ασυνείδητο για να οικειοποιηθεί τις αυθαίρετες φαντασιακές ορμές που φέρουν τον σπόρο μιας ειδυλλιακής αναδιαμόρφωσης της πραγματικότητας.
Επίκαιρη η συζήτηση όσο ποτέ, αν αναλογιστεί κανείς την κρίση αξιών στην οποία βρισκόμαστε κι από την οποία απειλούνται τα παιδιά μας και οι επόμενες γενιές. Και είναι παράδοξο που αυτή η κρίση αξιών προκύπτει από την αμηχανία του τύπου «άλφα» μπροστά στην τρικυμία του σχετικιστικού κόσμου, στον οποίο καταβυθίζεται ανεπιστρεπτί η «απόλυτη αντικειμενικότητα της ορθής δόξας και της ορθής λογικής». Η αμηχανία τους είναι επίπτωση της άκαμπτης ψυχοσύνθεσης που έχει γαλουχηθεί να αποποιείται τις ρευστές δυναμικές του βαθύτερου νου και να αρπάζει ως σωσίβιο τα μιμητικά στερεότυπα του ιδιοτελούς και ετεροφοβικού Εγώ - κι έτσι αδυνατούν να συζητήσουν με τα ίδια τους τα παιδιά. Σήμερα, εξαιτίας αυτής της αμηχανίας δεν έχουν ιδέα για το πως θα ανταποκριθούν στα αναδυόμενα αιτήματα της εποχής και το ποια αρμόζει να είναι η απάντηση στην κρίση νοήματος, που προκύπτει με την αποκαθήλωση της αυθεντίας εν γένει. Και την αμηχανία αυτή, η οποία αποτελεί ουσιαστικά μια γονεϊκή «απουσία», την πληρώνουν μέσα από απογόνους που εντελώς φυγόκεντρα απειλούν να ισοπεδώσουν κάθε κειμήλιο της κοινωνίας.
Αν θέλουμε να εμποτίσουμε την κοινωνία με πνεύμα δημιουργικότητας που θα αντισταθμίσει αποτελεσματικά τον φαταλισμό της καταστροφής, εκείνο που πρέπει να γίνει είναι να γίνουμε φορείς του υπαινιγμού μας, εννοώντας ότι η ιδιοποίηση του ασυνειδήτου μας και η επέκταση της βούλησής μας πέραν κάθε εσωτερικού σκοταδισμού, που θα αναδείξει την πρισματική πραγματικότητα και τις ετερόκλητες απηχήσεις στην κοινωνία, είναι ο δείκτης του κατά πόσο ικανοί είμαστε για μια τίμια συζήτηση με τον άλλον, σε όλες τις κλίμακες αντιπαράθεσης (οικογενειακής, προσωπικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής, πολιτικής, εθνικής). Είναι πολύ ενδεικτικό ότι ο τύπος ανθρώπου, που στο λυκόφως του μεταιχμίου μεταξύ συνείδησης και ασυνειδήτου, φέρεται από τους υπαινιγμούς του – θαρρείς παρά την θέλησή του – και προσπαθεί να επιβληθεί με τρόπο που δολιοφθορεί την αμοιβαία συνεννόηση και την προοπτική αλληλοκατανόησης, πολύ απλά επειδή μέλημά του είναι να αποδείξει την αποκλειστική του ορθότητα – αυτή η συμπεριφορά είναι όμως που προσδιορίζει τις «κακόβουλες προθέσεις» και την ύπουλη αποποίησή τους, ναρκοθετώντας έτσι την αυθεντική ειλικρίνεια στο διαπροσωπικό τοπίο. Από την άλλη όχθη, ο άλλος, ως τεκμήριο αυτοπραγμάτωσης φέρει τους υπαινιγμούς του στοχευμένα και, η αλήθεια είναι πολύ πιο κομψά, καθώς θέλει να δείξει το προφανέστατο: οι διαδρομές προς την αξίωση και την ευημερία είναι πολλαπλές και, στον βαθμό που η σημερινή επικρατούσα συνθήκη βάλλεται από το ανικανοποίητο και την ανομολόγητη δυσφορία, είναι παρακάμψεις πιο ευεπίφορες από τη λεωφόρο-μονόδρομο που του υποδεικνύουν.
Αν λοιπόν κάπου πρέπει να ρίξουμε το βάρος της παθολογίας αυτό είναι στις δομές που καθορίζουν τα στερεότυπα της «κανονικότητας» και από τα οποία υποφέρουμε όλοι ανεξαιρέτως – άλλοι, ενσυνείδητα και άλλοι, ασυνείδητα. Κι αν υπάρχει ένα φάρμακο σε αυτή την κουλτούρα των αγκυλώσεων, αυτό είναι περισσότερη αναμέτρηση με τον πόνο – τον πόνο της ανασφάλειας απέναντι στην ετερότητα, της αίσθησης ανεπάρκειας που εντείνεται όταν ανταμώνεις το εναλλακτικό, της αδεξιότητας όταν έχεις μπροστά σου την ευθύνη να επικοινωνήσεις με τον διαφορετικό. Μόνο τότε ο πόνος θα ζυμωθεί στο διονυσιακό κρασί μιας πραγματικά ετερόκλητης κοινωνίας, όπου θα αφήνεται χώρος ιερός στις αντιπροτάσεις ώστε να επικαθορίζεται εσαεί η ριζοσπαστική δημοκρατία, από το βαθύτερο ψυχολογικό επίπεδο κιόλας – την πραγματική καταβολή της. Ως τότε, θα ζούμε τις παραφωνίες επικριτικών πεποιθήσεων που βιάζονται να προσβληθούν από μια άλλη άποψη, πριν ακόμη καλά-καλά εξηγήσει τον ορισμό και τον λόγο της ύπαρξής της. Και το αποτέλεσμα αυτού μπορούμε να το δούμε σε όλες τις διαστάσεις του ανθρώπινου βιώματος: από την χωλαίνουσα υγεία, τις πενιχρές διανοητικές επιδόσεις και την έλλειψη έμπνευσης, την οικονομική εκδούλευση μέχρι ακόμη και την οντολογική αδαημοσύνη για το νόημα ύπαρξης στον κόσμο τούτο...
Ο δρόμος προς μια επανάσταση της συνείδησης και μια ριζοσπαστική μεταμόρφωση του κόσμου περνάει μέσα από το έτερον ήμισυ του «παντός» τους...